- χαλκεομήστωρ
- χαλκεο-μήστωρ, ορος, ὁ,A skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i. e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.